αλωεύς

αλωεύς
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν γίγαντες. Αποφάσισαν να διώξουν τον Δία και τους άλλους θεούς από τον Όλυμπο και άρχισαν να μετατοπίζουν τα βουνά. Έπιασαν μάλιστα τον Άρη αιχμάλωτο και τον μετέφεραν στην Καρία, όπου τον κράτησαν 13 μήνες φυλακισμένο, ώσπου τον ελευθέρωσε ο Ερμής. Αργότερα, ενώ οι δύο αδελφοί κυνηγούσαν στη Νάξο, η Άρτεμις έβαλε ανάμεσά τους ένα ελάφι, που το τόξευσαν μαζί και άθελά τους αλληλοεξοντώθηκαν. Στον Άδη, οι A. τιμωρήθηκαν για την ασέβειά τους προς τους θεούς. 2. Γιος του Ήλιου και αδελφός του Αιήτη. Σύμφωνα με τον ποιητή Εύμηλο, ο Α. πήρε από τον πατέρα του την περιοχή της Ασωπίας και ο αδελφός του εκείνη της Εφυραίας (Κορινθία). Τις δύο αυτές χώρες κληρονόμησε ο γιος του Α. Επωπεύς, την πρώτη κληρονομώντας τον πατέρα του και τη δεύτερη μετά τον θάνατο του γιου του Ερμή, Βούνου, στον οποίο την είχε εμπιστευθεί ο Αιήτης φεύγοντας για την Κολχίδα.
* * *
ἁλωεὺς (-εως), ο (Α) [ἁλωή]
αυτός που εργάζεται στο αλώνι, αλωνιστής, γεωργός (στον Όμ. μόνον ως κύριο όνομα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁλωεύς — ἀλωεύς , ἀλωεύς like salt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωεύς — like salt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωῆς — Ἀλωεύς masc nom pl Ἀλωεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωῆς — ἀλωεύς like salt masc nom pl ἀλωεύς like salt masc nom/voc pl ἀλωή threshing floor fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωεῖ — Ἀλωεύς masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωεῖ — ἀλωεύς like salt masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωεῦ — Ἀλωεύς masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωεῦ — ἀλωεύς like salt masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωῆος — Ἀλωεύς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”